γνωμονικός

γνωμονικός
γνωμονικός, -ή, -όν (Α) [γνώμων]
1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια
3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική)
η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γνωμονικός — judging by rule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικά — γνωμονικός judging by rule neut nom/voc/acc pl γνωμονικά̱ , γνωμονικός judging by rule fem nom/voc/acc dual γνωμονικά̱ , γνωμονικός judging by rule fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικῶν — γνωμονικός judging by rule fem gen pl γνωμονικός judging by rule masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικόν — γνωμονικός judging by rule masc acc sg γνωμονικός judging by rule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικαῖς — γνωμονικός judging by rule fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικοῖς — γνωμονικός judging by rule masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικοί — γνωμονικός judging by rule masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικοῦ — γνωμονικός judging by rule masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικούς — γνωμονικός judging by rule masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικωτέροις — γνωμονικός judging by rule masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”