- γνωμονικός
- γνωμονικός, -ή, -όν (Α) [γνώμων]1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική)η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών.
Dictionary of Greek. 2013.